κουντουρρού

κουντουρρού
αρχαιολ. (στην αρχαία Ανατολή) ογκώδης λίθος ωοειδούς σχήματος, ο οποίος έφερε εμβλήματα θεών, καθώς και επιγραφή με την οποία ένα κομμάτι γης ετίθετο υπό θεϊκή προστασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”